ἀσάμινθος

ἀσάμινθος
ἀσάμινθος
Grammatical information: f.
Meaning: `bath-tub' (Il.).
Dialectal forms: Myc. asamito \/asaminthos\/
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Substr. word with νθ-suffix, as in PlN Κόρινθος, ῎Ολυνθος etc.. (Chantr. Form. 371). - Gaerte PhW 1922, 888 and v. Blumenthal IF 48, 50 point to Sumer. asam, Akk. assammu(m), ansammum `earthenware vase for water'. Cf. further Alessio Stud. italfilclass. N. S. 20, 121ff.; Kretschmer Glotta 20, 25l; 22, 253. Improb. speculations Szemerényi, Gnomon 43, 1971, 657.
Page in Frisk: 1,160

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… …   Dictionary of Greek

  • ἀσάμινθος — bathing tub fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθοις — ἀσάμινθος bathing tub fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθου — ἀσάμινθος bathing tub fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθους — ἀσάμινθος bathing tub fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθων — ἀσάμινθος bathing tub fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαμίνθῳ — ἀσάμινθος bathing tub fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσάμινθοι — ἀσάμινθος bathing tub fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσάμινθον — ἀσάμινθος bathing tub fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… …   Dictionary of Greek

  • βαλανείον — βαλανεῑον, το (AM) και βαλάνειον και νιόν, το (Μ) λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαλανεύς, βαλανείον είναι λέξεις της αττικής κυρίως διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται πριν από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”